τομαράς

τομαράς
ο, Ν
βυρσοδέψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τομάρι + κατάλ. -άς (πρβλ. ψωμ-άς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τομαράδικο — το, Ν βυρσοδεψείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. τομαράδ ες τού τομαράς + κατάλ. ικο (πρβλ. ρολογάδ ικο)] …   Dictionary of Greek

  • Άιος — Οχυρή ορεινή θέση στη βόρεια Εύβοια. Χρησιμοποιήθηκε ως ορμητήριο των Ελλήνων στην Επανάσταση του 1821. Το στρατόπεδο οργάνωσε ο Βερούσης Μουτσανάς, ή Καπετάν Βερούσης, εξάδελφος του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Εκεί συγκεντρώθηκαν οι οπλαρχηγοί Γεώργιος… …   Dictionary of Greek

  • δερματοπώλης — ο αυτός που έχει ως επάγγελμα την πώληση δερμάτων, ο τομαράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”